- τοίχος
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας.
* * *ο / τοῑχος, ΝΜΑοικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, συνήθως συνδεδεμένα με κονίαμα, που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει κάτι, κν. σήμερα ντουβαρινεοελλ.φρ. α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι πρέπει κανείς να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα μυστικόβ) «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο» — μετανιώνω πικράγ) «στον τοίχο μιλώ [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο συνομιλητής κάποιου δεν δίνει σημασία, αδιαφορεί ή κωφεύειδ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα τό βρεις» — λέγεται για κάτι που μπορεί κανείς να βρει εύκολαε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με προφύλαξηστ) «κόβω από τον τοίχο» — λέγεται για κάτι που είναι δύσκολο να τό βρει κανείς, να τό αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησεαρχ.1. (κατ' επέκτ.) πλευρά σκηνής2. (εσφ. γρφ.) τείχος3. στον πληθ. oἱ τοῑχοια) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε κλύδων», Ομ. Οδ.)β) τα πλευρά τού ανθρώπινου σώματοςγ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)4. παροιμ. φρ. α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (Παυσ.)β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῑχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει πάντοτε μόνον ό,τι τόν εξυπηρετεί και τόν συμφέρει (Αριστοφ.-Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τείχος].
Dictionary of Greek. 2013.